διάπλεως

διάπλεως
διάπλεως, -ων και διάπλεος, -ον (AM)
1. υπερπλήρης, κατάμεστος
2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάπλεως — διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full adverbial διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full masc/fem nom pl διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάπλεα — διάπλεως brim full nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάπλεων — διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen pl διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem acc sg διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάπλεω — διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάπλεος — ον βλ. διάπλεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”